αεροδόχος

αεροδόχος
-α, -ο
αυτός που περιέχει αέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροδόχος — ο 1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας β) ο υποδοχέας τού αέρα στον αεραγωγό γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δόχος < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”